«Η ζωή που κάνουμε στην Ελευσίνα είναι μια ζωή μονότονη και μόνο κατά το βραδάκι η μικρή κωμόπολή μας παίρνει κάποια ζωή, ξυπνάει από το λήθαργο που έχει πέσει όλη την ημέρα. Όταν ο ήλιος ρίπτει τις πρώτες του ακτίνες δεν βρίσκει…παρά μόνο λίγους βαρκάρηδες που γυρίζουν κουρασμένοι από το ψάρεμα και πηγαίνουν στα σπίτια τους να κοιμηθούν…όταν ο ήλιος χαθεί πίσω από το πευκόφυτο Τρίκερι, τότε αρχίζει η κίνηση στην Ελευσίνα και ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος γεμίζει από κόσμο. Μέσα σ’ αυτούς διακρίνουμε δεσποινίδες στα ολόασπρα ντυμένες, κρατώντας την ρακέτα στο χέρι και κυρίους που τις συνοδεύουν, που πηγαίνουν στο τένις. Ο μώλος δέχεται τους πρώτους επισκέπτες…κάθονται στο καφενείο Πασχάλη, το ευρισκόμενο σχεδόν μέσα στη θάλασσα και επιδίδονται σε διάφορα παιχνίδια, έως ότου σημάνει τέλος μία, οπότε αρχίζουν να πηγαίνουν για ύπνο και έτσι τελειώνει η καθημερινή ζωή της Ελευσίνας». Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός τη ζωή στην πόλη τον Αύγουστο του 1928, επισημαίνοντας παράλληλα τα πιο σημαντικά τοπόσημα στην παραθαλάσσια ζώνη της Ελευσίνας.
Η πανέμορφη παραλία
Η παραλία αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα θέλγητρα της βιομηχανικής πόλης. Από το εργοστάσιο του «Τιτάνα» μέχρι το μικρό λιμανάκι (όπου και σήμερα ακόμα δένουν τα καΐκια και οι ψαρόβαρκες) το κύμα της θάλασσας έσβηνε απαλά σε μία πεντακάθαρη αμμουδιά, ενώ τα ίδια τα νερά ήταν αβαθή μέχρι σαράντα μέτρα από την ακτή. Οι «θελκτικές δεσποινίδες» της πόλης πήγαιναν εκεί για μπάνιο, αν και είχαν συχνά να αντιμετωπίσουν τα χαμίνια της Ελευσίνας που δεν τις άφηναν σε ησυχία.
Το ήπιο κλίμα και η ομορφιά της παραλίας είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον και πολλών Αθηναίων, οι οποίοι έρχονταν εδώ με τα καραβάκια που ένωναν την πόλη με τον Πειραιά και τα Μέγαρα. Η πρωινή άφιξη (και η αναχώρηση) των καραβιών, λίγο μετά την επιστροφή των ψαράδων, γινόταν μέσα σε πραγματικό πανδαιμόνιο από τους ήχους των φουγάρων και τις φωνές των μικρών μούτσων. Πολλοί επισκέπτες δεν παρέλειπαν να δοκιμάσουν και το πεντανόστιμο πράσινο μπαρμπούνι της Ελευσίνας, η ονομασία του οποίου οφειλόταν σε μια χαρακτηριστική πράσινη γραμμή που έφερε το ψάρι.
Το καφενείο του Πασχάλη
Ο Πασχάλης Κωνσταντινίδης είχε παντρευτεί μία κοπέλα από την Ελευσίνα και αποφάσισε να ανοίξει καφενείο στην παραλία, κοντά στα νεοκλασικά αρχοντόσπιτα που είχαν εμφανιστεί γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο και κατά μήκος της οδού Παγκάλου. Κατά κάποιο τρόπο το μαγαζί «αναβαθμίστηκε» από το συγχρωτισμό με τη δυναμική αστική τάξη της πόλης και έγινε πόλος έλξης για τους νεαρούς γόνους των ευκατάστατων οικογενειών, τους υπαλλήλους των γραφείων και τους εργάτες των βιομηχανιών. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές το μαγαζί γέμιζε και από τους Αθηναίους που έρχονταν στην Ελευσίνα για να απολαύσουν το μπάνιο τους και το καλό φαγητό.
Το μαγαζί του Πασχάλη είχε ευγενικό προσωπικό και προσιτές τιμές. Η μεγάλη αίθουσα φιλοξενούσε και πιάνο, με αποτέλεσμα να οργανώνονται εδώ χοροεσπερίδες και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Μία ακόμα ένδειξη του σεβασμού με τον οποίο περιέβαλλε η τοπική κοινωνία τον Πασχάλη είναι πως το μαγαζί του θεωρούνταν κατάλληλο για νεαρές ανύπαντρες κοπέλες, που μπορούσαν να περάσουν εδώ μερικές ευχάριστες ώρες χωρίς να προκαλέσουν αρνητικά σχόλια στη γειτονιά.
Η ψαροταβέρνα του Γκιόκα
Αλλά υπήρχαν και οι ψαράδες και οι ναυτικοί που σύχναζαν στο λιμάνι. Για τούτους δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κάποιο μέρος για να ξαποστάσουν, οπότε ο Σπύρος Γκιόκας (ψαράς ο ίδιος) αποφάσισε να στήσει ένα μαγαζί για να τους εξυπηρετήσει. Διάλεξε ένα μικρό κομμάτι γης στη γωνία των οδών Κανελλοπούλου και Κοντούλη. Εκεί υπήρχε από καιρό το σπίτι ενός άλλου ψαρά, του Ανυφαντή, με μια τεράστια αυλή γεμάτη βούρλα (σήμερα ένα μέρος καλύπτεται από παιδική χαρά). Ο Γκιόκας έστησε μια ξύλινη καλύβα και άρχισε να σερβίρει καφέδες, αναψυκτικά και ψάρια. Τα τραπέζια του έφταναν μέχρι την αμμουδιά, που απλώνονταν μπροστά από το μαγαζί του, ενώ τα μεγάφωνα έπαιζαν ερωτικούς σκοπούς προς τέρψη των πελατών του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η επέκταση του λιμανιού κατέστρεψε την παραλία, αλλά ο Γκιόκας ήταν σαν έτοιμος από καιρό. Η ξύλινη καλύβα μετατράπηκε σε κανονική ψαροταβέρνα και άρχισε να μαζεύει συνταξιούχους στρατιωτικούς και πολιτικούς, οι οποίοι αναζητούσαν φρέσκο ψάρι, ησυχία και σοβαρές κουβέντες. Ανάμεσά τους βρισκόταν συχνά και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, το σπίτι του οποίου δεν απείχε παρά ελάχιστα μέτρα από το μαγαζί του Γκιόκα. Ο Πάγκαλος, μάλιστα, φρόντιζε να πιάνει ο ίδιος το ψάρι που θα έτρωγε η παρέα του εκείνη τη μέρα, πηγαίνοντας για ψάρεμα το πρωί με το βαρκάκι ενός μουσουλμάνου ονόματι Χατζή.
Το περίπτερο του Φονιά
Ένα τρίτο μαγαζί, που εμφανίστηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ήταν το περίπτερο που λειτουργούσε ο Αντώνης Φονιάς. Βρισκόταν ακριβώς στο τέλος της οδού Νικολαΐδου και εξυπηρετούσε τις ανάγκες των επισκεπτών της παραλίας σε τσιγάρα και άλλα μικροπράγματα. Πρόκειται ίσως για το μοναδικό μαγαζί της παραλιακής ζώνης που δεν μαράζωσε στην Κατοχή. Ενώ οι παρέες που ζωντάνευαν την ψαροταβέρνα του Γκιόκα σκόρπισαν μετά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη και το κέφι που χαρακτήριζε το καφενείο του Πασχάλη χάθηκε, το περίπτερο του Φονιά μεταβλήθηκε σε κομβικό σημείο της Ελευσίνας. Με το πρόσχημα της αγοράς τσιγάρων, μαζεύονταν εδώ αντιστασιακοί που μπορούσαν να συνεννοηθούν με την ησυχία τους, καθότι ο Φονιάς ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης σε κείνους τους ταραγμένους καιρούς. Το περίπτερό του (που υπάρχει ακόμα, αν και σε κακή κατάσταση) αποτελούσε μία νότα ζωντάνιας σε μία παραλία που φυτοζωούσε, περιμένοντας την ημέρα που ο κατακτητής θα ξεκουμπιζόταν από την Ελευσίνα.