Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν η δεύτερη χρυσή περίοδος για τη βιομηχανία της Ελευσίνας. Μέσα σε ένα πολιτικά και οικονομικά δύσκολο κλίμα, με τις πληγές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου ακόμα νωπές, η πόλη έγινε προορισμός για πολλούς φιλόδοξους επιχειρηματίες. Εδώ μπορούσαν να βρουν όλες τις βασικές προϋποθέσεις για την ευημερία των σχεδίων τους: υπήρχαν δρόμοι και σιδηρόδρομοι, φθηνή γη, ένα λιμάνι με πολλές δυνατότητες ανάπτυξης, άφθονοι εργάτες σε αναζήτηση δουλειάς και ένα μεγάλο αστικό κέντρο (η Αθήνα) σε κοντινή απόσταση.
Η βιομηχανική ανάπτυξη της πόλης κατέστρεψε το φυσικό περιβάλλον του Θριασίου αλλά είχε θετικές επιπτώσεις στην οικιστική, πληθυσμιακή και πολιτιστική εξέλιξη της Ελευσίνας. Σε μία εποχή που οι Έλληνες εργάτες έφευγαν μαζικά προς τα εργοστάσια της δυτικής Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας, ο πληθυσμός της Ελευσίνας αυξήθηκε με ραγδαίους ρυθμούς. Ένα νέο μεταναστευτικό κύμα, το δεύτερο στην εκατόχρονη νεότερη ιστορία της πόλης, έφερε σε αυτή τη γωνιά της Αττικής πολυάριθμους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι συνέβαλαν δυναμικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης φυσιογνωμίας της Ελευσίνας.
Οι νέες βιομηχανίες
Η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική βιομηχανία που εγκαταστάθηκε στην Ελευσίνα ήταν η «Χαλυβουργική» το 1953. Η εταιρεία αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την αυξημένη ζήτηση για προϊόντα σιδήρου κατά τη φάση ανασυγκρότησης της χώρας για να ανοίξει εργοστάσιο στην Ελευσίνα, με δυνατότητα παραγωγής σχεδόν δύο εκατομμυρίων τόνων χάλυβα ετησίως. Δύο χρόνια αργότερα, στην παραλία της Ελευσίνας δίπλα στον Κρόνο, ιδρύθηκε η «Ελαιουργική Κεντρική Συνεταιριστική Ένωσις Ελαιοπαραγωγών Ελλάδος» (κάποιο βραβείο θα πρέπει να υπάρχει για ένα τόσο εξαντλητικό όνομα). Το 1969 ξεκίνησε η λειτουργία των «Ναυπηγείων Ελευσίνος», ενώ το 1974 προστέθηκε και η «Πετρόλα», ένα εκτεταμένο διυλιστήριο αργού πετρελαίου.
Παράλληλα εμφανίστηκαν και μικρότερες επιχειρήσεις όπως τα «Ναυπηγεία Σάββα» και το παγωποιείο του Γαστουνιώτη, ενώ στην ευρύτερη περιοχή του Θριασίου Πεδίου ιδρύθηκαν και άλλες βαριές βιομηχανίες όπως τα «Διυλιστήρια Ασπροπύργου», τα «Ναυπηγεία Σκαραμαγκά», η «Πετρογκάζ» και ο «Χάλυψ». Ακόμα και οι ιστορικές εταιρείες της Ελευσίνας (ο «Τιτάν» ή ο «Βότρυς») προχώρησαν σε επέκταση των εγκαταστάσεών τους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας εποχής.
Από τα βουνά στον κάμπο
Αυτές οι βιομηχανίες εγκαταστάθηκαν στην Ελευσίνα εν μέρει λόγω της ύπαρξης πολυάριθμου εργατικού δυναμικού (πολλοί από τους οποίους ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία). Η εμφάνιση των βιομηχανιών, όμως, προσέλκυσε με τη σειρά της πολλούς εσωτερικούς μετανάστες από τις άγονες περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου. Όλες αυτές οι περιοχές είχαν περιορισμένες δυνατότητες να συντηρήσουν τον πληθυσμό τους, ενώ πολλές είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές την περίοδο του Εμφυλίου (1946-1949). Η φτώχεια και η ανέχεια οδήγησε πάνω από επτά χιλιάδες ανθρώπους στην αναζήτηση καλύτερης ζωής στα εργοστάσια της Ελευσίνας.
Ναύτες βγήκαν στη στεριά
Οι πρώτοι νησιώτες που εγκαταστάθηκαν στην Ελευσίνα σε αξιοσημείωτους αριθμούς ήταν οι κάτοικοι της Σύμης. Τα καταπιεστικά μέτρα της ιταλικής κυβέρνησης μετά την κατάληψη του νησιού το 1912 ανάγκασαν πολλούς Συμιακούς να καταφύγουν στα βιομηχανικά κέντρα του Πειραιά και της Ελευσίνας, όπου έφτασαν σε δύο ομάδες (το 1919 και το 1924). Μαζί τους ήρθαν και αρκετοί Καλύμνιοι και Τήλιοι, αναγκασμένοι να αφήσουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για τους ίδιους λόγους. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν να αυξάνονται οι Χιώτες, κυρίως απολυμένοι στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκαν στην Ελευσίνα και αρκετοί Κερκυραίοι, τους οποίους στήριζε (σύμφωνα με τοπικές μαρτυρίες) ο διευθυντής ενός εργοστασίου.
Το 1950-1951 ήρθαν στην Ελευσίνα και οι πρώτοι Ηπειρώτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα ορεινά χωριά των Ιωαννίνων, της Άρτας και της Θεσπρωτίας λόγω της απουσίας καλλιεργήσιμης γης ή τοπικών βιοτεχνιών, καθώς επίσης και του κλίματος φόβου που επικρατούσε μετά το τέλος του Εμφυλίου.
Οι Πόντιοι της Ελευσίνας
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στους Πόντιους πρόσφυγες. Οι πρώτες 67 οικογένειες έφτασαν στην Ελευσίνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η μεγάλη αύξηση του αριθμού τους, όμως, σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν οι Πόντιοι που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση άρχισαν να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Το 1966 ήρθαν στην Ελευσίνα περίπου ογδόντα οικογένειες από το Καζακστάν και τον Καύκασο. Η περιοχή του αεροδρομίου διέθετε φθηνά οικόπεδα, που αποδείχτηκαν ιδανική λύση για ανθρώπους που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν με ελάχιστες οικονομίες και υπάρχοντα. Στα επόμενα χρόνια ο αριθμός των Ποντίων της Ελευσίνας αυξήθηκε σε πάνω από τριακόσιες οικογένειες και ο συνοικισμός που δημιούργησαν στα δυτικά του στρατιωτικού αεροδρομίου έγινε γνωστός ως «τα ρώσικα».
Η μεταμόρφωση της πόλης
Οι νέες βιομηχανίες και η άφιξη των εσωτερικών μεταναστών μεταμόρφωσε την Ελευσίνα. Σε μία περίοδο που πολλά χωριά στην ύπαιθρο ερήμωσαν, ο πληθυσμός της πόλης της Ελευσίνας αυξήθηκε κατά 4300 άτομα τη δεκαετία του ‘50 και κατά 3000 άτομα τη δεκαετία του ‘60. Οι νέοι κάτοικοι έφεραν μαζί τους τις παραδόσεις τους, τα ήθη τους και την εργατικότητά τους. Ίδρυσαν πολιτιστικούς και εξωραϊστικούς συλλόγους, έχτισαν εκκλησίες και σπίτια, δούλεψαν στα εργοστάσια και μετέτρεψαν την πόλη των Αρβανιτών και των Μικρασιατών προσφύγων σε ένα δυναμικό και δημιουργικό αστικό κέντρο.