Την αγαπούσε την πατρίδα του ο Αισχύλος και αφιέρωσε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του στην υπηρεσία της. Σε ηλικία 35 ετών, ενώ βρισκόταν στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του ως τραγικού ποιητή, παράτησε τα πάντα για να σπεύσει στον Μαραθώνα, στο πλευρό όλων των Αθηναίων που κλήθηκαν να υπερασπιστούν τον τόπο τους από τους Πέρσες. Μερικά χρόνια αργότερα πήρε μία τοπική παράδοση για τον τόπο ταφής των φημισμένων ηρώων, οι οποίοι χάθηκαν μπροστά στα τείχη των «πανάρχαιων Θηβών», και την ανέδειξε σε κοινή παρακαταθήκη όλων των Αθηναίων με την τραγωδία Ελευσίνιοι.
Οι Μοίρες δεν θέλησαν, εντούτοις, να πεθάνει στην Ελευσίνα. Τη στιγμή που η Άτροπος αποφάσισε να κόψει το νήμα της ζωής του, ο σπουδαίος ποιητής βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του πελάγους, στη Γέλα της Σικελίας. Η παράδοση θέλει τον Αισχύλο να πεθαίνει όταν έπεσε στο φαλακρό κεφάλι του μια χελώνα, την οποία απελευθέρωσε από μεγάλο ύψος ένας αετός με την ελπίδα να σπάσει το καβούκι της σε κάποιον βράχο και να γευματίσει με το νόστιμο κρέας της.
Το πρώτο πορτρέτο
Το καύκαλο του ερπετού μπορεί να σκότωσε τον Αισχύλο αλλά άνοιξε την πόρτα στη μεταθανάτια ζωή του Ελευσίνιου δραματουργού. Οι κωμικοί ποιητές της Αθήνας ζωντάνευαν ξανά και ξανά τον Αισχύλο στις κωμωδίες τους (π.χ. οι Κραπάταλοι του Φερεκράτη και οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη) ενώ οι γιοι και τα ανίψια του ποιητή κέρδισαν βραβεία στους δραματικούς αγώνες με τα έργα του (ο Φιλοκλής πήρε το πρώτο βραβείο τη χρονιά που ο Σοφοκλής δίδαξε τον Οιδίποδα Τύραννο). Γύρω στα 330 π.Χ. ο Λυκούργος παρήγγειλε χάλκινα αγάλματα των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, τα οποία στήθηκαν στην είσοδο του θεάτρου του Διονύσου στην Αθήνα.
Το άγαλμα του Αισχύλου δεν σώθηκε, υπάρχουν όμως βάσιμες υποψίες ότι η προτομή του ποιητή που φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης είναι αντίγραφο της κεφαλής του αγάλματος που είχε παραγγείλει ο Λυκούργος. Ο Αισχύλος απεικονίζεται ως γαλήνιος Αθηναίος πολίτης στην ακμή της δύναμής του. Δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει στον θεατή ότι αντικρίζει έναν από τους μεγαλύτερους δραματικούς ποιητές όλων των εποχών, ούτε κάποιο στοιχείο που να διαφοροποιεί αυτό το πρόσωπο από παρόμοια πορτρέτα της εποχής. Ίσως δεν μάθουμε ποτέ πώς έμοιαζε πραγματικά ο Αισχύλος, είναι όμως φανερό ότι μετά τον θάνατό του δεν ξεχάστηκε και οι επόμενες γενιές ένιωθαν την ανάγκη να τιμήσουν τη μνήμη και την προσφορά του στον ελληνικό πολιτισμό.
Η πολιτική βλάπτει τον Αισχύλο
Δεν γνωρίζουμε αν και πώς τίμησε κατά την αρχαιότητα τον μεγάλο δραματουργό η Ελευσίνα. Με την επανασύσταση της κοινότητας όμως, το 1914, ξεκίνησαν συζητήσεις για την ανέγερση μνημείου αφιερωμένου στον Αισχύλο, το οποίο θα στηνόταν στην είσοδο το αρχαιολογικού χώρου. Το 1925 ο Πάγκαλος αντιμετώπισε θετικά το ζήτημα, αλλά η πτώση από την εξουσία ακύρωσε τις όποιες πρωτοβουλίες. Νέα απόπειρα έγινε το 1935 με πρωτοβουλία του Γιώργου Δομέστιχου, ο οποίος ζήτησε από τη Νομαρχία άδεια για τη διεξαγωγή εράνου διάρκειας ενός έτους με σκοπό να μαζευτούν τα απαραίτητα χρήματα. Η αλλαγή της πολιτική κατάστασης με την άνοδο στην εξουσία του Ιωάννη Μεταξά σταμάτησε και αυτή την προσπάθεια.
Τα μαλλιά του ποιητή
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το ζήτημα του αγάλματος του Αισχύλου ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα. Ο Γεώργιος Μεθενίτης παραχώρησε ένα κομμάτι από το οικόπεδο που είχε στην αρχή του πεζόδρομου της Ιεράς Οδού για την ανέγερση του ανδριάντα και το έργο ανατέθηκε στον Κρητικό γλύπτη Γιάννη Παρμακέλη (ο οποίος φιλοτέχνησε και τον Βασίλη Λάσκο στην παραλία της Ελευσίνας). Ο Αισχύλος του Παρμακέλη δεν μοιάζει με τον δραματουργό του Λυκούργου. Δαφνοστεφανωμένος, αδύνατος και γεμάτος ένταση, κοιτάει τη θεατρική μάσκα που τον έκανε αθάνατο. Δεν είναι πλέον ο γαλήνιος πολίτης αλλά ο βετεράνος των Περσικών Πολέμων που αναδύεται από τα ενδύματά του για να διατρανώσει τους θείους νόμους. Και δεν είναι φαλακρός, συνεπώς είναι μάλλον απίθανο να δεχτεί και άλλη χελώνα στο κεφάλι.
Η τελευταία ευεργεσία του Αισχύλου
Τα εγκαίνια του αγάλματος έγιναν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο στις 3 Σεπτεμβρίου 1977. Ο μεγάλος φόβος των τοπικών αρχών ήταν πως η τσιμεντόσκονη του «Τιτάνα» και ο πορτοκαλί καπνός της «Χαλυβουργικής» θα κατέστρεφαν την τελετή, ενώ οι εργοστασιάρχες που είχαν προκαλέσει το πρόβλημα ανησυχούσαν για τη δυσφήμιση των βιομηχανιών τους μπροστά στους επιφανείς προσκεκλημένους. Για να αποφευχθούν τα χειρότερα, τα εργοστάσια μείωσαν σημαντικά τις εργασίες τους, ώστε να καθαρίσει λίγο η ατμόσφαιρα. Τη μέρα των εγκαινίων, όμως, φύσηξε ισχυρός δυτικός άνεμος, ο οποίος σήκωσε στον αέρα τα χώματα που είχε συσσωρεύσει ως πρώτη ύλη ο «Τιτάν» κοντά στο γήπεδο του Πανελευσινιακού. Η πόλη της Ελευσίνας καλύφθηκε με ένα χορταστικό (και ειλικρινές) μείγμα από τσιμεντόσκονη, καρβουνόσκονη και χώμα. Μόνο η βροχή που έπεσε λίγο πριν από την επίσημη έναρξη της τελετής βοήθησε να καθαρίσει λίγο ο τόπος.
Στις 7.15 το απόγευμα, ο Τσάτσος τράβηξε το κορδόνι και αποκάλυψε το άγαλμα του Αισχύλου. Ο δήμαρχος Μιχάλης Λεβέντης πρόσφερε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το κλειδί της πόλης και ένα χρυσό μετάλλιο με τη μορφή του τραγικού ποιητή. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν οι Ικέτιδες κοντά στα Μεγάλα Προπύλαια και η βραδιά έκλεισε με επίσημη δεξίωση. Ήταν όμως πλέον φανερό σε όποιον είχε μάτια να δει και μύτη να μυρίσει ότι η Ελευσίνα αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο από τις βιομηχανίες που την έπνιγαν. Η μέρα των εγκαινίων και όσα συνέβησαν τότε ίσως ήταν μία ακόμα ευεργεσία του Αισχύλου προς την αγαπημένη του πατρίδα.