Οι ρετσινάδες του Θριασίου

Πολλά χρόνια πριν από την άφιξη των πρώτων καμινάδων, η Ελευσίνα ζούσε από τα προϊόντα της γης. Ο τόπος ήταν σε γενικές γραμμές ξηρός και άνυδρος, παρόλα αυτά η πεδιάδα έξω από την κωμόπολη παρέμενε εύφορη και προμήθευε τους κατοίκους με άφθονο σιτάρι, κριθάρι, ελιές και σταφύλια. Μεγάλος πλούτος, όμως, κρυβόταν και στα βουνά που περικλείουν το Θριάσιο Πεδίο. Οι πευκόφυτες πλαγιές του Πατέρα στα δυτικά και βορειοδυτικά, του Κιθαιρώνα στα βόρεια και της Πάρνηθας στα βορειοανατολικά συντηρούσαν τις οικογένειες πολυάριθμων Αρβανιτών ρετσινάδων. 

Πεύκα στο Θριάσιο – 1935 – © ETH-Bibliothek Zürich, Bildarchiv

Ατιε ντι πονιτσιζ ντι κηρίνιε πίσσ-ζ

Το ρετσίνι της Ελευσίνας ήταν προϊόν με μεγάλη ζήτηση και οι Αρβανίτες της περιοχής το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Στην Επανάσταση του 1821 το ρετσίνι αποτελούσε απαραίτητο συστατικό των μπουρλότων, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι των χωριών κοντά στο Θριάσιο να στέλνουν μεγάλες ποσότητες στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Εξίσου απαραίτητο για τα ιστιοφόρα της εποχής ήταν το κατράμι, που παράγεται από τη θέρμανση δαδερού ξύλου του πεύκου. Το κατάμαυρο παχύρρευστο υλικό που προκύπτει από αυτή τη διαδικασία ήταν περιζήτητο από τους ναυπηγούς. 

Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες βιομηχανίες, το ρετσίνι μπορούσε να μετατραπεί σε νέφτι (χρήσιμο στην παραγωγή χρωμάτων) και σε κολοφώνιο (συστατικό για μελάνια, κόλλες, βερνίκια, σαπούνια, αναψυκτικά, έμπλαστρα και αλοιφές). Μεγάλες ποσότητες ρετσινιού χρησιμοποιούνταν επίσης για την παραγωγή ρετσίνας (σε αναλογία 19 κιλά ρετσίνι για 500 κιλά μούστου). Αλλά και στα αρβανίτικα σπίτια του Θριασίου χρησιμοποιούσαν πευκόξυλο εμποτισμένο με ρετσίνι (δαδί) για φωτισμό, όπως δηλώνει ο στίχος «Ατιε ντι πονιτσιζ ντι κηρίνιε πίσσ-ζ» (εκεί στην πονίτσα [=εσοχή] δυο κεράκια δαδί).  

Εδώ το καλό το πεύκο

Οι ρετσινάδες έβγαιναν στα δάση στις αρχές Απριλίου. Η δουλειά απαιτούσε αρκετή προετοιμασία, δεδομένου ότι συχνά έπρεπε πρώτα απ’ όλα να ανοίξουν δρόμο προς τα πεύκα που θα εκμεταλλεύονταν εκείνη τη χρονιά. Οι περισσότερες δασικές εκτάσεις ήταν δημόσιες, οπότε τα πεύκα έβγαιναν σε δημοπρασία. Οι έμποροι ή οι βιομήχανοι που πλειοδοτούσαν, νοίκιαζαν στη συνέχεια τα δέντρα στους ρετσινάδες, είτε για ορισμένη ποσότητα προϊόντος (οπότε ο ρετσινάς ήταν ελεύθερος να πουλήσει το υπόλοιπο σε όποια τιμή ήθελε ή μπορούσε) είτε για συγκεκριμένη τιμή (ο ρετσινάς θα λάμβανε σταθερό μεροκάματο ανά ποσότητα ρετσινιού). 

Για μια τιμή τα κάνεις όλα

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα είχε έσοδα 200 εκατομμυρίων δραχμών από την εξαγωγή προϊόντων με ρετσίνι, αλλά τα 130 εκατομμύρια πήγαιναν στο κράτος και σε μια μικρή ομάδα εμπόρων και βιομηχάνων, ενώ τα υπόλοιπα μοιράζονταν σε δεκαπέντε χιλιάδες εργάτες. Οι περισσότεροι ρετσινάδες του Θριασίου ήταν μονίμως χρεωμένοι στους εμπόρους και τους μαγαζάτορες της περιοχής, τουλάχιστον μέχρι την ίδρυση του παραγωγικού συνεταιρισμού ρητινοσυλλεκτών Μάνδρας, ο οποίος έπαιρνε δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα, πλειοδοτούσε στους πλειστηριασμούς για τα δημόσια δάση και νοίκιαζε τα πεύκα στους παραγωγούς σε χαμηλές τιμές. 

Μεγάλη βοήθεια πρόσφερε και ο Σύλλογος Ρητινοσυλλεκτών, ο οποίος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί καλύτερες τιμές και παρακινούσε τους ρετσινάδες να μην βγουν στο δάσος αν δεν συμφωνήσουν οι έμποροι. Υπάρχουν, μάλιστα πληροφορίες, για μία απεργιακή κινητοποίηση, που οργάνωσε ο Σύλλογος: καθώς οι ρετσινάδες δεν πήγαιναν στα πεύκα, οι έμποροι αποφάσισαν να στείλουν τις δικές τους οικογένειες για να μαζέψουν ρετσίνι, οι εργάτες όμως έστησαν μπλόκο στη γέφυρα της Δεξαμενής και εμπόδισαν τα αυτοκίνητα να αναχωρήσουν. 

Νιε κονάκι με λαμπαρίνα

Η δουλειά στο δάσος δεν ήταν εύκολη. Οι Αρβανίτες ρετσινάδες διάλεγαν τοποθεσίες κοντά σε νερό και προσβάσιμες με τα μεταφορικά μέσα της εποχής (αρχικά αμάξι με άλογα ή μουλάρια, μετέπειτα αμάξια). Εκεί έφτιαχναν τα κονάκια τους (πρόχειρα καταλύματα, συχνά από λαμαρίνα και πλίνθους) με τα στοιχειώδη για τη διαβίωσή τους (ξύλινα ράφια για τα ρούχα, κλαδιά από θάμνους για στρώμα κατάχαμα, φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού). Η τροφή βασιζόταν στις παστές ελιές και μόνη απόλαυση τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού ήταν το νερό που φυλούσαν σε δερμάτινα ασκιά. Πολλοί ρετσινάδες γύριζαν από τα βουνά το φθινόπωρο τσακισμένοι και άρρωστοι από τους ελώδεις πυρετούς της περιοχής.

Πόσα καρόκια πεύκα;

Τα βασικά εργαλεία του ρετσινά ήταν το σκεπάρνι και το καρόκι. Με το σκεπάρνι πελεκούσαν τα δέντρα. Υπήρχαν δύο συστήματα: το σοφικίτικο και το κουντουριώτικο. Οι εργάτες που ακολουθούσαν το πρώτο σύστημα άνοιγαν μικρές εντομές στα δέντρα, ενώ το κουντουριώτικο απαιτούσε μεγάλη εντομή για να βγει πολύ ρετσίνι. Η διαφορά δεν ήταν μόνο θέμα προσωπικής προτίμησης, αλλά ήταν συνάρτηση των οικονομικών της παραγωγής ρετσινιού. Οι «σοφικίτες» είχαν συνήθως ιδιόκτητα δάση, οπότε μπορούσαν να πελεκήσουν όσα δέντρα ήθελαν. Οι «κουντουριώτες» νοίκιαζαν τις εκτάσεις που εκμεταλλεύονταν, επομένως έπρεπε να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερο ρετσίνι από τα πεύκα, ώστε να μην πληρώνουν νοίκι για παραπάνω δέντρα.

Το καρόκι ήταν ένα δοχείο για τη μεταφορά του ρετσινιού (συνήθως χωρούσε σχεδόν 22 κιλά ρετσίνι) και συγχρόνως μονάδα μέτρησης της παραγωγικότητας του πευκοδάσους. Κάθε έκταση έλεγαν ότι είχε «χ καρόκια πεύκα», αλλά ο αριθμός των δέντρων που απαιτούνταν για να γεμίσει ένα καρόκι εξαρτιόταν από την τοποθεσία. Μία εύφορη και καλοποτισμένη έκταση έδινε πολύ ρετσίνι και το καρόκι γέμιζε με 20-25 πεύκα. Τα δέντρα που μεγάλωναν σε ξηρές και βραχώδεις περιοχές έδιναν πολύ λιγότερο ρετσίνι και συνεπώς απαιτούσαν περισσότερη δουλειά από τους εργάτες. 

Οι φύλακες των δασών

Δεδομένου ότι τα πευκοδάση ήταν βασική πηγή εισοδήματος για τις οικογένειές τους, οι ρετσινάδες ήταν πολύ προσεκτικοί κατά την παραμονή τους εκεί και προστάτευαν τα δάση από τις πυρκαγιές. Ο καθαρισμός μονοπατιών και η αφαίρεση των χαμηλών κλαδιών των δέντρων (απαραίτητες εργασίες για τη συλλογή του ρετσινιού) αφαιρούσε επικίνδυνη καύσιμη ύλη από τα δάση και μείωνε τον κίνδυνο φωτιάς (αλλά και την έντασή της όταν αυτή εκδηλωνόταν). Δυστυχώς, οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, η φτώχεια αλλά και οι γενικότερες οικονομικές εξελίξεις οδήγησαν το επάγγελμα του ρετσινά στον αφανισμό. Οι νέοι εγκατέλειψαν τα βουνά, οι βιομηχανίες της Ελευσίνας έκλεισαν, τα δάση εξαφανίστηκαν. Όποτε όμως συναντούμε κάποιο πεύκο στις αυλές, τα πάρκα ή τα πεζοδρόμια της πόλης, ας μνημονεύουμε έναν ολόκληρο κόσμο που κάποτε ζούσε στα πευκοδάση του Θριασίου.

Ο Σπύρος ο Μέγας στο πευκοδάσος – Ελευσίνα, Αττική – 1931 – © Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα
Βιβλιογραφία

Κόλλιας, Νίκος (2009), Ιστορίες και περιστατικά από την ζωή των Κουντουριωτών, Μάνδρα.

Μιχαήλ-Δέδε, Μαρία (1978). Αρβανίτικα τραγούδια, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.

Σφυρόερας, Βασίλειος (2005). Ιστορία της Ελευσίνας: Από τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι σήμερα, Ελευσίνα: Δήμος Ελευσίνας.

8 comments
  • Πολυ ενδιαφέρουσες πληροφορίες!!! αυτές τις μέρες διαβάζω άρθρα απο την σελίδα σας και τα βρίσκω εξαιρετικά καλογραμμένα. Θα βοηθούσαν τον αναγνώστη περισσότερες φωτογραφίες….Η Ελευσινα προσφέρει ανεξάντλητο υλικό προς εξερεύνηση…
    Ευχαριστω.

    • Σας ευχαριστούμε πολύ κα Μπία. Είμαστε στη διαδικασία συλλογής φωτογραφικού υλικού, το οποίο σύντομα θα ξεκινήσουμε να δημοσιεύουμε στα άρθρα μας ή παράλληλα με αυτά.

  • Δρόμοι παράλληλοι με τους ρετσινάδες της Κούλουρης αφού το πευκοδάσος στα Κανάκια είναι το μεγαλύτερο στην Αττική . Εδώ συναντάμε ακόμη και τους γνωστούς ρετσινόλακους που έκαναν την συλλογή της περιοχής από τα καρόκια εκεί για να γίνει αργότερα ο καθαρισμός κ η τοποθέτηση σε δοχεία για μεταφορά με ζώα στην θάλασσα για να φορτωθούν σε καΐκια με τελικό προορισμό την βιοτεχνία επεξεργασίας .
    Μπράβο σας για την όμορφη αναδρομή στο παρελθόν !

  • Πολύ σημαντική η δουλειά σας! Σας συγχαίρω! Η διάσωση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς μας αφορά όλους. Θα μας ενδιέφερε η συνεχεια: πού συγκέντρωναν το υλικό, πώς το κατέβαζαν απ το βουνό, πώς γινόταν η επεξεργασία του στο εργοστάσιο, τι κινδύνους διέτρεχε η παραγωγή, πώς και σε ποιους μετέφεραν την τεχνογνωσία τους;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά άρθρα


Μαγούλα η λουλουδιασμένη

Για τους κατοίκους της δεν υπήρχε αμφιβολία: η Μαγούλα ήταν το «πρώτο χωριό» του Θριασίου, μία «ωραία και καλή κοπέλα» γεμάτη λουλούδια. Οι καιροί άλλαξαν και μαζί τους άλλαξε και το παλιό χωριό. Η ιστορία του, όμως, παραμένει γραμμένη στους τοίχους των πετρόκτιστων σπιτιών του.

Η Μεσοσπορίτισσα στην Ελευσίνα

Το δεύτερο απαγορευτικό (ή lockdown) έβαλε στον πάγο πολλά σχέδια, υπάρχουν όμως δύο πράγματα που δεν θα σταματήσουν να μεγαλώνουν όσο καιρό κι αν μείνουμε μέσα: τα μαλλιά μας και τα δημητριακά που σπέρνουν οι γεωργοί. Και για τις μεν τρίχες οι περισσότεροι είμαστε στο έλεος του κατ’ οίκον αυτοσχεδιασμού, για τη σπορά όμως διαθέτουμε […]

Ο χαμένος υδροβιότοπος

Το Καλυμπάκι και ο Σαρανταπόταμος στάθηκαν ευλογία και κατάρα για τους Ελευσίνιους, που πάλεψαν με μάγια και βουνά από στάχτη να διώξουν τα νερά και τα κουνούπια από τα σπίτια τους.