photo credit: Eleusis Port Authority
Κάθε Κυριακή πρωί, οι Τζιτζιφιές γέμιζαν από κόσμο. Εκατοντάδες ψαράδες από όλη την Αθήνα συγκεντρώνονταν για να προμηθευτούν τα απαραίτητα δολώματα και να εξασφαλίσουν μια θέση στις βενζινάκατους ή στα λεωφορεία που θα τους μετέφεραν στον παράδεισο: τους ψαρότοπους του Αργοσαρωνικού. Η θάλασσα ήταν εξαιρετικά πλούσια και ο έμπειρος ψαράς μπορούσε να ελπίζει σε μία καλή συγκομιδή από ροφούς, λυθρίνια, συναγρίδες, τσιπούρες, σκάρους, δράκαινες, κολιούς, σκαθάρια, σουπιές, καλαμάρια και χταπόδια. Από τις Φλέβες μέχρι την Ελευσίνα και την Πάχη οι θάλασσες συντηρούσαν πολλούς επαγγελματίες αλιείς και πενήντα χιλιάδες ερασιτέχνες ψαράδες.
Ψάρια και καράβια
Πέρα από τα ψάρια και τους ψαράδες, όμως, ο Αργοσαρωνικός ήταν πολύ δημοφιλής και ανάμεσα στους εφοπλιστές και τους βιομηχάνους, με αποτέλεσμα τα γαλάζια νερά του να γίνουν αποδέκτες πρωτοφανούς πίεσης από την αύξηση των θαλάσσιων μεταφορών και τη λειτουργία βαριών βιομηχανιών στις ακτές του (ιδιαίτερα ναυπηγείων και χαλυβουργιών). Οι αρνητικές συνέπειες δεν άργησαν να φανούν. Τον Μάιο του 1971 το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά ζήτησε να απαγορευτεί η αλιεία «με κάθε μέσο και όλο τον χρόνο» σε όλο τον κόλπο της Ελευσίνας. Οι αποχετευτικοί αγωγοί, τα λύματα των εργοστασίων και τα πετρελαιοειδή είχαν μετατρέψει τα μαριδάκια σε απειλή για τη δημόσια υγεία.
Εις τον αφρό της θάλασσας
Η μόνη προσπάθεια που φαινόταν να γίνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αφορούσε την καταπολέμηση του φαινομένου της ρύπανσης της θάλασσας από τα πετρελαιοειδή των πλοίων. Το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά είχε στη διάθεσή του δεκαπέντε ταχύπλοα περιπολικά και εκπαιδευμένο προσωπικό που αναλάμβανε την καταπολέμηση των πετρελαιοκηλίδων με χημικά. Παράλληλα, το Υπουργείο Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών έριχνε βροχή από πρόστιμα σε παραβάτες πλοιάρχους, οι οποίοι μόλυναν τη θάλασσα με πετρέλαιο και λιπαντικά. Τον Φεβρουάριο του 1972 επιβλήθηκε πρόστιμο-μαμούθ 5.000.000 δραχμών (καθώς και απαγόρευση απόπλου μέχρι την καταβολή του ποσού) στον πλοίαρχο του δεξαμενόπλοιου «Γιάν. Ξυλάς» γιατί προκάλεσε εκτεταμένη θαλάσσια ρύπανση στην περιοχή των Ναυπηγείων Ελευσίνας.
Τερατόμορφα βρέφη
Οι Ελευσίνιοι βίωσαν από πρώτο χέρι τις συνέπειες της μόλυνσης. Σε συγκέντρωση που οργάνωσε σε τοπικό κινηματογράφο ο δήμαρχος Μιχάλης Λεβέντης, το καλοκαίρι του 1977, έγινε σαφής αναφορά στη σύνδεση ανάμεσα στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την υγεία των κατοίκων της πόλης. Σύμφωνα με την έρευνα του γυναικολόγου Σασάνη, είχε σημειωθεί υπερδιπλασιασμός των γεννήσεων «τερατομόρφων βρεφών» στην Ελευσίνα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και ο ένοχος ήταν η «τρομακτική μόλυνση του περιβάλλοντος». Η θάλασσα στον κόλπο της Ελευσίνας ήταν σχεδόν νεκρή, ενώ κοντά στη «Χαλυβουργική» ο βυθός είχε θαφτεί κάτω από έξι μέτρα αποβλήτων.
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Οι εκκλήσεις του Δήμου προς τους αρμόδιους φορείς και την κυβέρνηση δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο δήμαρχος ενημέρωσε τους κατοίκους ότι είχε ζητήσει τη δημιουργία σταθμού απορρύπανσης ώστε να μελετά και να ελέγχει τα επίπεδα μόλυνσης της θάλασσας. Είχε μάλιστα εξασφαλίσει τόσο τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά όσο και το οίκημα για τη στέγαση του σταθμού, ο οποίος θα λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Οι Αρχές επικαλέστηκαν διάφορες δικαιολογίες και προσχήματα για να μην εκδώσουν τη σχετική άδεια.
Παρόμοια πενιχρά αποτελέσματα είχε η προσπάθεια της Δημοτικής Αρχής να απαγορευθεί η έγκριση νέων αδειών για την ίδρυση νέων βιομηχανιών ή την επέκταση των ήδη υπαρχόντων στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας. Το Υπουργείο Βιομηχανίας έμοιαζε να μην βλέπει καν τα δημοψηφίσματα, υπομνήματα και διαβήματα που έστελναν οι Ελευσίνιοι και έδωσε άδεια επέκτασης των εγκαταστάσεων της «Χαλυβουργικής». Άλλες τοπικές βιομηχανίες απέκτησαν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν ισχυρότερα μηχανήματα (άνω των 1000 ίππων) που αναπόφευκτα θα επιβάρυναν και άλλο το ήδη υποβαθμισμένο περιβάλλον.
Ήταν φανερό πως η πόλη διέτρεχε τον κίνδυνο να καταστραφεί ολοσχερώς προκειμένου να «πλουτίσουν ελάχιστοι άνθρωποι, οι οποίοι (επί πλέον) δεν ζουν εδώ, ή σπάνια επισκέπτονται την πόλη». Ένας τόπος που είχαν σεβαστεί οι χιλιετηρίδες στέναζε κάτω από το δυσβάσταχτο φορτίο μιας μόλυνσης που δηλητηρίαζε τις επόμενες γενιές.