Η νεότερη ιστορία των πόλεων του Θριάσιου Πεδίου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αρβανίτικη κοινότητα που άνθισε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στα οροπέδια του όρους Πατέρας. Τα φημισμένα Κούντουρα αποτελούσαν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Αττικής στα προεπαναστατικά χρόνια και οι κάτοικοί τους συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης. Στα χρόνια αυτά οι Κουντουριώτες ξεκίνησαν σταδιακά να εγκαταλείπουν τις μισοκρυμμένες κοιλάδες της ιδιαίτερης πατρίδας τους για να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που πρόσφερε η ζωή στα εύφορα εδάφη του Θριασίου.
Μερικοί Κουντουριώτες αποφάσισαν να εγκατασταθούν κοντά στην παραδοσιακή κοιτίδα τους. Οι νότιες υπώρειες του λόφου του Προφήτη Ηλία τράβηξαν την προσοχή τσοπάνηδων, που έχτισαν εδώ στάνες για να ξεχειμάζουν τα ζώα τους. Καθώς οι αγροί του Θριασίου πρόσφεραν άφθονη τροφή στα κοπάδια και το καλοκαίρι, μετά τον θερισμό, άρχισε να σχηματίζεται σε αυτή τη θέση ένα μόνιμο χωριό, που έμεινε γνωστό ως Μαγούλα.
Σοτ ου λε Μαγκούλεα
Η ανάπτυξη της Μαγούλας αποτελεί ατράνταχτη απόδειξη της εργατικότητας, της φιλοτιμίας και του πείσματος των κατοίκων της. Τα πρώτα χρόνια η ζωή ήταν δύσκολη. Οι στάνες και τα σπίτια ήταν προχειροφτιαγμένα, οι δρόμοι στενοί και κακοτράχαλοι, δίκτυα ύδρευσης ή αποχέτευσης ή φωτισμού δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Οι βροχές κατέβαζαν πέτρες και λάσπες από τον λόφο του Προφήτη Ηλία, αλλά τουλάχιστον ξέπλεναν τις κοπριές που γέμιζαν κάθε γωνιά. Η ίδρυση της κοινότητας αποτέλεσε πραγματική γιορτή: άντρες και γυναίκες φτυάριζαν, έβαφαν και ασβέστωναν για μέρες προκειμένου να ευπρεπιστεί η Μαγούλα για την πρώτη συνεδρίαση του κοινοτικού συμβουλίου στις 31 Μαρτίου 1914. Στο γλέντι που ακολούθησε ακούστηκαν (στα αρβανίτικα φυσικά) και οι στίχοι που εξέφραζαν την αγάπη των κατοίκων για το χωριό: «Σοτ ου λε Μαγκούλεα, άγιο λουλεσσούμεα», δηλαδή «Σήμερα γεννήθηκε η Μαγούλα, η λουλουδιασμένη».
Τα μνημεία της Μαγούλας
Τα μνημεία της Μαγούλας βρίσκονται στην κεντρική πλατεία. Ο πετρόχτιστος ναός του Αγίου Δημητρίου χρονολογείται στον 16ο αιώνα. Ο επιβλητικός ναός της Αναλήψεως του Σωτήρος χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και έχει αρκετές ομοιότητες με τον ναό του Αγίου Γεωργίου στη γειτονική Ελευσίνα. Εκεί κοντά βρίσκεται και η μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα των Μαγουλιωτών που έχασαν τη ζωή τους στους πολέμους του 20ου αιώνα. Η πραγματική ιστορία της Μαγούλας, όμως, είναι γραμμένη στους τοίχους των παλιών σπιτιών που σώζονται διάσπαρτα ανάμεσα στις πολυκατοικίες.
Ο τοίχος έχει τη δική του ιστορία
Το παραδοσιακό σπίτι της Μαγούλας ήταν χτισμένο με πέτρα, ένα φθηνό και άφθονο υλικό. Οι τοίχοι είχαν μεγάλο πάχος ως προστασία από τη ζέστη και το κρύο. Τα περισσότερα σπίτια ήταν ισόγεια. Η παρουσία ορόφου μαρτυρούσε οικονομική ευμάρεια. Κάθε δωμάτιο είχε δικό του παράθυρο και γινόταν προσπάθεια όλα να βλέπουν προς το νότο για να εκμεταλλεύονται το φως και τη ζεστασιά του ήλιου. Στη βόρεια πλευρά συνήθως υπήρχε μόνο ένα παράθυρο, που άνοιγε το καλοκαίρι με την ελπίδα να φέρει λίγη δροσιά. Οι στέγες καλύπτονταν με κεραμίδια και πατούσαν σε χοντρά ξύλα, τα οποία είχε κόψει και φέρει από τα γειτονικά πευκοδάση ο ιδιοκτήτης.
Λουλούδια και αγκάθια
Εξίσου σημαντική ήταν η αυλή. Οι κατοικίες κάλυπταν τις ανάγκες των ανθρώπων αλλά και των ζώων που συντηρούσαν την οικογένεια. Οι μαντρότοιχοι είχαν ύψος περίπου ένα μέτρο (ώστε να μπορούν οι μέσα να βλέπουν τι γίνεται έξω) και στεφανώνονταν με άγρια αγκάθια για προστασία από επίδοξους «ορειβάτες». Υπήρχε στάβλος για τα μεγαλύτερα ζώα, κοτέτσι, φούρνος για το μαγείρεμα, αποθήκη με ζωοτροφές και λαχανόκηπος. Δεν έλειπε η στέρνα, όπου οι Μαγουλιώτες συγκέντρωναν το νερό της βροχής σε εποχές που δεν υπήρχε άλλη πηγή πόσιμου ύδατος. Οι ξερολιθιές καλύπτονταν από αναρριχώμενα (ιδίως γιασεμί) ενώ εκατέρωθεν της μεγάλης αυλόπορτας υπήρχαν πάντοτε γλάστρες με λουλούδια ως απόδειξη της νοικοκυροσύνης και της καλαισθησίας των κοριτσιών της κάθε οικογένειας.
Η κλωτσιά του παπά
Το σπίτι φτιαχνόταν με προσωπική εργασία του νοικοκύρη και των μαστόρων που είχε προσλάβει. Η οικογένεια δεν έμπαινε όμως στην καινούργια κατοικία όποτε ήθελε, παρά περίμενε την ημέρα του πανηγυριού του Αγίου Δημητρίου. Μετά τη λειτουργία στην εκκλησία, ο ιερέας έφτανε στο νεόκτιστο σπίτι, έψελνε το πασίγνωστο «ἄρατε πύλας», έδινε μια κλωτσιά στην πόρτα, την άνοιγε και έμπαινε μέσα πρώτος. Μόνο τότε έφερναν οι ιδιοκτήτες τα έπιπλα, ενώ οι συγχωριανοί πρόσφεραν πρακτικά δώρα (κότες, σκυλιά ως φύλακες, σανό για τα ζώα κτλ.).
Η μεταμόρφωση
Στις αρχές του περασμένου αιώνα υπήρχαν πάνω από εκατό πετρόκτιστες κατοικίες στο χωριό. Η επέκταση της βιομηχανίας στο Θριάσιο Πεδίο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, η αύξηση του πληθυσμού και της αξίας της γης είχαν δραματικές συνέπειες για τη Μαγούλα. Οι λαχανόκηποι και οι στάβλοι αχρηστεύτηκαν. Η πέτρα έδωσε τη θέση της στο τσιμέντο και τα παραδοσιακά σπίτια γκρεμίστηκαν για να ανεγερθούν πολυκατοικίες με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Οι ελάχιστοι επιζώντες, όμως, γοητεύουν ακόμα τους επισκέπτες της Μαγούλας και παραμένουν θεματοφύλακες μιας κοινότητας που ξέρει να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της ζωής με αισιοδοξία και ακαταπόνητη εργατικότητα.