Θα χρειαζόταν ένας Σωτήρης Κοντιζάς ή κάποιος Άκης Πετρετζίκης της πολιτικής για να καταφέρει να συνδυάσει τα παράταιρα υλικά που ενώθηκαν για να στηρίξουν το περίφημο κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη τον Οκτώβριο του 1923. Την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής η Ελλάδα έμοιαζε με καζάνι που βράζει και αμέτρητοι στρατιωτικοί και πολιτικοί εμφανίζονταν ως εθνοσωτήρες. Οι περισσότεροι ήταν απλώς φελλοί που παρασέρνονταν από τα ταραγμένα ρεύματα της εποχής, υπήρχαν όμως και αξιόλογοι άνθρωποι που πίστευαν ειλικρινά πως οι πράξεις τους θα σταματούσαν τον αδελφικό αλληλοσπαραγμό και για τον λόγο αυτό ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με καρδιακούς φίλους και άσπονδους εχθρούς.
Οι πρωταγωνιστές
Ο υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος είχε διακριθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους και είχε προσχωρήσει νωρίς στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Ήταν μορφωμένος και τίμιος αξιωματικός με αποτέλεσμα να κερδίσει την εύνοια του Βενιζέλου και να αναλάβει σειρά από ηγετικές θέσεις κατά την εκστρατεία στην Μικρά Ασία. Ανάλογη πορεία είχε και ο υποστράτηγος Παναγιώτης Γαργαλίδης, ο οποίος μάλιστα είχε παρασημοφορηθεί από τους Γάλλους για τη δράση του κατά των Γερμανών και των Βουλγάρων στο Μακεδονικό μέτωπο τον Σεπτέμβριο του 1918. Και οι δύο αξιωματικοί είχαν ταχθεί με το μέρος της Επανάστασης του 1922, η οποία είχε οδηγήσει στην έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Μέσα σε λίγους μήνες, όμως, βρέθηκαν επικεφαλής ενός κινήματος με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης που οι ίδιοι είχαν βοηθήσει να επικρατήσει.
Οι ταγματάρχες μαγειρεύουν
Τόσο ο Λεοναρδόπουλος όσο και ο Γαργαλίδης αισθάνονταν αδικημένοι και παραμελημένοι από την κυβέρνηση που προέκυψε μετά την επανάσταση. Πίστευαν επίσης πως ο Νικόλαος Πλαστήρας δεν μπορούσε να ελέγξει το στράτευμα και καταδίκαζαν τον αυταρχισμό του. Στην προσπάθειά τους να αναγκάσουν την κυβέρνηση να παραιτηθεί συνεργάστηκαν με παραγκωνισμένους αντιβενιζελικούς ή ουδέτερους αξιωματικούς, βενιζελικούς αξιωματικούς που είχαν χάσει τη θέση τους εξαιτίας της επιθυμίας του Θεόδωρου Πάγκαλου να προωθήσει δικούς του ανθρώπους, καθώς και βασιλόφρονες που ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο κατάργησης της μοναρχίας. Πίσω από όλους αυτούς όμως βρισκόταν η ομάδα των λεγόμενων «ταγματαρχών», ακραιφνών φιλοβασιλικών που επιθυμούσαν τη συντριβή του βενιζελισμού.
Σπεύδε βραδέως
Το κίνημα εκδηλώθηκε τη νύχτα της 21ης προς την 22α Οκτωβρίου 1923. Από την αρχή όμως φάνηκε ότι οι στασιαστές δεν είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα. Αν και οι δυνάμεις τους επικράτησαν εύκολα στην επαρχία (ιδίως στην Πελοπόννησο), δεν έδειξαν καμία βιασύνη να κινηθούν κατά της πρωτεύουσας και άλλων μεγάλων αστικών κέντρων (Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Λάρισα). Η κυβέρνηση στην Αθήνα μπόρεσε έτσι να οργανώσει την αντεπίθεσή της. Επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των αντιβενιζελικών εφημερίδων, ενώ ο Πάγκαλος τέθηκε επικεφαλής των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων. Όταν μετά από πέντε μέρες οι κινηματίες προσπάθησαν να κατευθυνθούν από την Πελοπόννησο προς την Αθήνα ήταν πλέον αργά. Ο Πάγκαλος τους περικύκλωσε κοντά στην Κόρινθο (την οποία μάλιστα απείλησε να βομβαρδίσει) και μετά από σύντομη συμπλοκή τους ανάγκασε να παραδοθούν.
Θαλασσινό ταξίδι
Στα τέλη του μήνα τα φώτα στράφηκαν στην «ειρηνική πολίχνη» της Ελευσίνας. Εκεί, στο μικρό ισόγειο δημοτικό σχολείο με «τον ευρύ περίβολο, τα αραιά δένδρα του, την αφελή και απέριττον όψιν του» είχε στηθεί το στρατοδικείο για τους πραξικοπηματίες. Κάθε μέρα οι κατηγορούμενοι έφταναν από τον ναύσταθμο δια θαλάσσης με τα δύο ατμόπλοια (τον Κρόνο και τον Παρνασσό) που χρησίμευαν ως κρατητήρια και επιβιβάζονταν σε μικρότερο σκάφος για να βγουν στο λιμάνι της Ελευσίνας. Εκεί περίμενε στρατιωτικό αυτοκίνητο για να παραλάβει τον Λεοναρδόπουλο και τον Γαργαλίδη, ενώ οι υπόλοιποι 93 κατηγορούμενοι περπατούσαν προς το δημοτικό σχολείο υπό τα βλέμματα των Λεψινιωτών που στριμώχνονταν στις πλευρές του δρόμου και στα παράθυρα των σπιτιών για να δουν το πρωτοφανές θέαμα.
Το στρατοδικείο στο σχολείο
Η αίθουσα του στρατοδικείου ήταν στα δεξιά της εισόδου και η επίπλωση αποτελούνταν από τα έδρανα για τους δικαστές, τρία θρανία (στα δεξιά) για τους δημοσιογράφους και τρία στα αριστερά για τους τριάντα περίπου συνηγόρους. Στο κέντρο είχαν τοποθετηθεί τα καθίσματα για τους κατηγορουμένους, ενώ θεωρητικά υπήρχαν και θέσεις για συγγενείς και θεατές. Η αίθουσα του δημοτικού σχολείου φωτιζόταν με τρεις κρεμαστές λάμπες πετρελαίου. Από την πρώτη στιγμή όμως έγινε φανερό ότι ο χώρος δεν επαρκούσε. Περίπου είκοσι κατηγορούμενοι και όλοι σχεδόν οι θεατές αναγκάστηκαν να παραμείνουν στο προαύλιο. Εκεί τους συνέλαβε ο φακός του Πέτρου Πουλίδη, στον οποίο οφείλουμε τη σειρά από συναρπαστικές εικόνες των κατηγορουμένων στα διαλείμματα της δίκης που έχουν διασωθεί στο αρχείο της ΕΡΤ.
Τα φώτα της δημοσιότητας
Η δίκη κράτησε δέκα μέρες και στη διάρκειά της η Ελευσίνα είχε μετατραπεί σε μεγάλη πόλη. Τα καφενεία γέμιζαν καθημερινά από τους δεκάδες συνηγόρους υπεράσπισης, τους δημοσιογράφους του αθηναϊκού και του επαρχιακού Τύπου, τους συγγενείς των κατηγορουμένων και τους στρατιώτες που τους φρουρούσαν. Οι χωματόδρομοι στο κέντρο ήταν μπουκωμένοι από αυτοκίνητα, ενώ οι εστιάτορες έκαναν χρυσές δουλειές σερβίροντας τα εκλεκτά ψάρια του Σαρωνικού (και το φημισμένο μπαρμπούνι) σε αρκούντως αλμυρές τιμές. Η μόνη παραφωνία στη φιλοξενία των πρόσκαιρων επισκεπτών φαίνεται πως ήταν ο καπνός από τις βιομηχανίες, που έπεφτε σαν ομίχλη στα νερά του κόλπου και μισοέκρυβε την προσέγγιση των πλοίων με τους κατηγορούμενους.
Οι ποινές του στρατοδικείου ήταν (όπως αναμενόταν) αυστηρές. Ο Λεοναρδόπουλος και ο Γαργαλίδης καταδικάστηκαν σε θάνατο (αν και τελικά αμνηστεύτηκαν), ενώ μικρότερες ποινές επιβλήθηκαν στους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Η αντιβενιζελική και φιλοβασιλική παράταξη χρειάστηκε πολλά χρόνια για να συνέλθει από το χτύπημα, αν και η χώρα παρέμεινε έρμαιο στις φιλοδοξίες των στρατιωτικών ηγετών της.