Ο Χάρος είχε βγει παγανιά την άνοιξη του 1936 και θέριζε τους πολιτικούς σαν στάχυα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έφυγαν από τη ζωή πολλοί πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής του τόπου (Κονδύλης, Βενιζέλος, Δεμερτζής, Τσαλδάρης) ενώ η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε το αδιέξοδο των εκλογών της 26ης Ιανουαρίου 1936: κανένα κόμμα δεν είχε εξασφαλίσει την πλειοψηφία και οι κομμουνιστές έγιναν ρυθμιστές των εξελίξεων. Το ενδεχόμενο συνεργασίας τους με τους Φιλελευθέρους άνοιξε τον δρόμο για την άνοδο στην εξουσία του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε μια ψευδή φήμη περί επικείμενης κομμουνιστικής εξέγερσης για να επιβάλλει δικτατορία. Μέσα σε αυτό το κλίμα πόλωσης και αστάθειας, οι εργάτες της Ελευσίνας ξεσηκώθηκαν για να διεκδικήσουν βασικά δικαιώματα.
Φοίνικας από τις στάχτες
Είχαν περάσει επτά χρόνια από την τελευταία μεγάλη απεργία στην Ελευσίνα. Τα γεγονότα του 1929 είχαν σημαδέψει την πόλη αλλά το τοπικό εργατικό κίνημα είχε εκφυλιστεί, καθώς οι πρωτεργάτες είχαν πάρει τον δρόμο της εξορίας ή είχαν επιλέξει τη σιωπή. Σιγά σιγά όμως τα εργατικά σωματεία άρχισαν να αναδιοργανώνονται. Το 1934 ιδρύθηκε το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Ελευσίνας – Δυτικής Αττικής και ο Νίκος Ζαχαριάδης εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ. Με αυτή την ιδιότητα επισκέφτηκε αρκετές φορές την Ελευσίνα προκειμένου να συμβάλλει στην αναγέννηση του εργατικού κινήματος. Η πόλη ήταν πρόσφορο έδαφος καθώς τα εργοστάσιά της απασχολούσαν χιλιάδες εργάτες (πάνω από 3000 σύμφωνα με την απογραφή του 1928).
Οι πρώτες κινήσεις
Στις 9 Μαρτίου 1936 ξεκίνησε απεργία στα εργοστάσια «Βότρυς» και «Κρόνος» με αίτημα την απόδοση στους εργάτες εκατοντάδων χιλιάδων δραχμών που είχαν παρακρατήσει παράνομα οι εργοστασιάρχες. Η κινητοποίηση έληξε στις 21 Απριλίου χωρίς να δοθεί λύση, καθώς οι πιο συντηρητικοί συνδικαλιστές υποστήριζαν ότι η απεργία δεν μπορούσε να έχει΄αποτέλεσμα όσο η χώρα παρέμενε ακυβέρνητη. Παράλληλα, όμως, είχαν ξεσηκωθεί οι εργαζόμενοι του «Τιτάνα» και του «Ελαιουργείου» για να διεκδικήσουν την αύξηση του μισθού τους, την επαναφορά απολυμένων εργατών και την παροχή καλύτερης υγειονομικής περίθαλψης. Η αστυνομία διέλυσε με τη βία μία συγκέντρωση και τραυμάτισε τρεις εργάτες.
Το καρότο και το μαστίγιο
Οι επικεφαλής αυτής της κινητοποίησης αντιμετώπισαν τη δικαιοσύνη αλλά αθωώθηκαν. Εκατοντάδες εργάτες (πάνω από 1200 στο αποκορύφωμα της κινητοποίησης) συνέχιζαν την απεργία, ενώ οι εργαζόμενοι στον «Βότρυ» και τον «Κρόνο» τους ενίσχυαν οικονομικά. Στις 25 Μαΐου το κοινοτικό συμβούλιο αποφάσισε να διαθέσει 20.000 δραχμές από τον κοινοτικό προϋπολογισμό υπέρ των απεργών, ένα ποσό που αντιστοιχούσε μόλις σε 300 ημερομίσθια και συνεπώς ήταν παντελώς αναντίστοιχο με τις ανάγκες των εργατών, που συνέχιζαν τον αγώνα για πάνω από έναν μήνα.
Πολλά καταστήματα στην πόλη είχαν κλείσει, καθώς οι οικογένειες των απεργών δεν μπορούσαν να αγοράσουν ούτε τα στοιχειώδη. Σημειώνονταν συχνές μικροσυμπλοκές με την αστυνομία και αρκετοί εργάτες συλλαμβάνονταν με ή χωρίς αιτιολογία. Ο ιδιοκτήτης του «Τιτάνα» Νικόλαος Κανελλόπουλος (ο οποίος ήταν και Υπουργός Οικονομίας, Συγκοινωνιών και Εργασίας!) πρόσφερε μικρές αυξήσεις στους απεργούς (2-3 δραχμές). Συγχρόνως έκανε έξωση σε 13 εργατικές οικογένειες που έμεναν στα οικήματα της εταιρείας γιατί δεν είχαν πληρώσει το νοίκι του περασμένου μήνα και καλούσε απεργοσπάστες από άλλα εργοστάσια της Ελευσίνας και του Πειραιά.
Με φορτηγά και με βαπόρια
Οι απεργοί (στους οποίους είχαν πλέον προστεθεί και οι λιμενεργάτες) έδωσαν πραγματικό αγώνα για να εμποδίσουν την είσοδο των απεργοσπαστών στα εργοστάσια. Στις 13 Ιουνίου οι απεργοσπάστες προσπάθησαν να μπουν στον «Τιτάνα» κρυμμένοι στην καρότσα ενός φορτηγού αλλά οι απεργοί μπλόκαραν τον δρόμο με βαρέλια. Την επόμενη μέρα νέα ομάδα εργατών από τον Πειραιά προσπάθησε να προσεγγίσει το εργοστάσιο με φορτηγίδα αλλά οι απεργοί κύκλωσαν το καράβι με βάρκες και εμπόδισαν την αποβίβασή τους. Οι υπεύθυνοι του εργοστασίου προσπάθησαν να εξουδετερώσουν τους απεργούς αφαιρώντας τα μοτέρ και τα κουπιά από τα πλεούμενα στο λιμάνι, ενώ παράλληλα έκαιγαν σακιά από τσιμέντα προκειμένου να βγαίνει καπνός από τις καμινάδες και να νομίζουν οι απεργοί ότι ο κόπος τους πάει χαμένος. Ήταν επίσης συνεχείς οι συγκρούσεις αστυνομικών και εργατών, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή τη σύλληψη δεκάδων Ελευσινίων.
Η ταβέρνα του Μαρούγκα
Η απεργία έληξε στις 17 Ιουνίου.Ο αγώνας των 54 ημερών ήταν μία περιφανής νίκη για το εργατικό κίνημα της Ελευσίνας και την ίδια την κοινωνία της πόλης. Οι εργάτες πέτυχαν αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου από τις 52 στις 60 δραχμές, την οικονομική ενίσχυση του ταμείου περίθαλψης και την απομάκρυνση όλων των απεργοσπαστών. Αντιμετώπισαν τους απεργοσπάστες, την έφιππη χωροφυλακή…ακόμα και τις κανονιές που έριξε για εκφοβισμό ένα σκάφος του πολεμικού ναυτικού στα ανοιχτά του λιμανιού. Πολλοί Ελευσίνιοι στήριξαν τους απεργούς ψυχολογικά και οικονομικά. Ο Παναγιώτης Μαρούγκας μάλιστα, που είχε μπακαλοταβέρνα στα Συμιακά, είχε βγάλει στον δρόμο βαρέλι με μαύρες ελιές, πανέρι με ψωμί και ποτήρια κρασί για τους απεργούς, ενώ έδινε βερεσέ τα αναγκαία στις οικογένειές τους. Το εργατικό κίνημα της Ελευσίνας είχε επανέλθει δριμύτερο…αλλά η δικτατορία του Μεταξά, που επιβλήθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, το έπνιξε στα σπάργανα.