photo credit: Δήμος Ελευσίνας
Η νύχτα της 2ας Νοεμβρίου 1909 ήταν προχωρημένη αλλά στο οινοπωλείο του Γ. Τσακίρη, στην Ελευσίνα, το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Μία ομάδα χωρικών και εργατών διασκέδαζε υπό τους ήχους της λατέρνας του Κουσνού. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν με τη φασαρία που έκαναν τρεις Κρητικοί, οι οποίοι εργάζονταν εδώ και καιρό στο σαπωνοποιείο του Χαριλάου. Όλη η Ελευσίνα αντηχούσε από τις φωνές των θαμώνων, τα γέλια, τις επικλήσεις στον Βάκχο και τη μουσική. Σαν να μην έφταναν μάλιστα όλα αυτά, κατά τις πέντε τα ξημερώματα άρχισαν να ακούγονται και πυροβολισμοί, μέρος και αυτοί του γλεντιού που είχε φουντώσει για τα καλά.
Ο αρειμάνιος Κρητικός
Οι πυροβολισμοί προκάλεσαν αναστάτωση ανάμεσα στους περίοικους, ξύπνησαν όμως και τον σταθμάρχη Ελευσίνος, τον υπενωμοτάρχη Δημήτριο Τρύφωνα, ο οποίος αποφάσισε να παρέμβει δυναμικά. Συγκέντρωσε τέσσερεις χωροφύλακες και πήγε στο οινοπωλείο για να αφοπλίσει τους φασαριόζους πελάτες. Ήταν οπλισμένος με ένα τυφέκιο Γκρα, δεν είχε πάρει όμως μαζί του τη φυσιγγιοθήκη.
Όταν έφτασε στο μαγαζί, μπήκε μέσα συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν έξω. Πλησίασε την ομάδα των φωνακλάδων και προσπάθησε να κάνει σωματικό έλεγχο. Οι δύο πρώτοι χωρικοί δεν έφεραν αντίρρηση, ο Κρητικός Μιλτιάδης Κασσαβέτης, όμως, δεν φάνηκε καθόλου συνεργάσιμος. Αντιθέτως, έβγαλε περίστροφο και το έστρεψε προς τον Τρύφωνα φωνάζοντας «Το όπλο μου θέλεις; Να το όπλο μου!» (άλλη εκδοχή θέλει τον Κασσαβέτη να δηλώνει πως δεν ήταν «από εκείνους που δίνουν έτσι το πιστόλι τους»).
Σφαγή στο καπηλειό
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να πυροβολεί τον Τρύφωνα ο δεύτερος Κρητικός, ο Γεώργιος Μπακίρας, ο οποίος μάλιστα ήταν και γνωστός του υπενωμοτάρχη. Καθώς ο Τρύφων έπεφτε στο έδαφος αιμόφυρτος, στο μαγαζί επικράτησε πανικός. Ο κάτοχος της λατέρνας, ο παίκτης της και ο καταστηματάρχης έφυγαν άρον άρον, ενώ οι υπόλοιποι θαμώνες και οι χωροφύλακες έδιναν πραγματική μάχη. Κάποιος από τους Κρητικούς πυροβόλησε και σκότωσε τον έναν από τους δύο χωροφύλακες που είχαν ακολουθήσει τον Τρύφωνα μέσα στο μαγαζί. Μέσα στον χαμό, όρμησαν στο οινοπωλείο και οι άλλοι δύο χωροφύλακες, οι οποίοι δάνεισαν φυσίγγια στον τραυματισμένο Τρύφωνα ώστε να τους βοηθήσει εναντίον του εχθρού.
Η αιματοχυσία
Η τελική έκβαση της μάχης ήταν τρομακτική. Δύο Κρητικοί (ο Κασσαβέτης και ένας ονόματι Μανιατάκης) ήταν νεκροί ανάμεσα στα τραπέζια και τις καρέκλες. Νεκροί ήταν επίσης ο χωροφύλακας Δημήτρης Πηλιχός και ο Γεώργιος Χατζηδημητρίου από τα Καλύβια. Αυτός είχε την ατυχία να κοιμάται στο βάθος του μαγαζιού την ώρα που άρχισε το κακό και δέχτηκε σφαίρα από το περίστροφο του Κασσαβέτη. Υπήρχε και πέμπτος νεκρός, ονόματι Σβέτζος ή Βέτσος, ο οποίος είναι ασαφές αν ήταν ντόπιος Λεψινιώτης ή Κύπριος.
Ο Τρύφων είχε τραυματιστεί βαριά στο στήθος, την ωμοπλάτη και το αριστερό χέρι αλλά κατόρθωσε να βγει από το κατάστημα και, υποβασταζόμενος από τους συναδέλφους του, να μεταβεί στην οικία του γιατρού Νικολάου Πουλή, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Πολύ πιο κρίσιμη ήταν η κατάσταση του τελευταίου χωροφύλακα. Ο Νικ. Τραϊφόρος είχε εισέλθει από την αρχή στο οινοπωλείο μαζί με τον υπενωμοτάρχη και πολέμησε γενναία, δέχτηκε όμως σφαίρες στον πνεύμονα και στην κοιλιά με αποτέλεσμα να καταρρεύσει στο δρόμο από την αιμορραγία μετά το τέλος της συμπλοκής. Οι συγκεντρωμένοι πολίτες τον κουβάλησαν για τις πρώτες βοήθειες στο σπίτι του Πουλή, επειδή όμως η κατάστασή του ήταν εξαιρετικά κρίσιμη, τον μετέφεραν στην προκυμαία και από εκεί με μικρό ατμόπλοιο στο Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά.
Το ματωμένο ξημέρωμα
Το πρωί η Ελευσίνα βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Ομάδα είκοσι έφιππων χωροφυλάκων από την Αθήνα έφτασε με το τρένο για να ενισχύσει το αστυνομικό απόσπασμα από τη Μάνδρα που είχε αναλάβει την αποκατάσταση της τάξης. Η Εισαγγελία Πρωτοδικών εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον Μπακίρα, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το χάος της συμπλοκής για να το σκάσει. Δόθηκε επίσης εντολή να συλληφθεί ο κάτοχος της λατέρνας και ο παίκτης της, οι οποίοι είχαν καταφύγει στον Πειραιά.
Ο υπενωμοτάρχης Τρύφων μεταφέρθηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο στην Αθήνα, όπου αποκάλυψε ότι κάποιος από τους Κρητικούς είχε προσπαθήσει να τον μαχαιρώσει πισώπλατα, σώθηκε όμως επειδή έπεσε εξαντλημένος στο δάπεδο. Όσο για τα θύματα της συμπλοκής, οι Κρητικοί και ο Λεψινιώτης χωρικός κηδεύτηκαν το ίδιο απόγευμα στην Ελευσίνα, ενώ ο Πηλιχός ενταφιάστηκε στη Μάνδρα. Ο συγκεκριμένος χωροφύλακας μάλιστα είχε κερδίσει τα φώτα της δημοσιότητας λίγες εβδομάδες πριν από τη δολοφονία του, όταν είχε συμμετάσχει στο απόσπασμα που εντόπισε και συνέλαβε στην Πάρνηθα τους πρωτεργάτες του κινήματος που είχε ξεσπάσει στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας τον Οκτώβριο του 1909.
Και ενώ ο φυγάς εξαφανιζόταν στα βουνά και τα θύματα έμπαιναν στο χώμα, ο Τύπος ανακάλυψε την πιο τραγική (ειρωνική;) πτυχή της υπόθεσης. Δύο μήνες πριν από το αιματοκύλισμα, οι Ελευσίνιοι είχαν διαμαρτυρηθεί έντονα για τη συμπεριφορά των εργατών του σαπωνοποιείου, φτάνοντας σχεδόν στα πρόθυρα της εξέγερσης προκειμένου να τους ξεφορτωθούν. Ο εργοστασιάρχης είχε συμφωνήσει να απολύσει τους ταραχοποιούς Κρητικούς αλλά αμέλησε να υλοποιήσει την υπόσχεσή του, με αποτέλεσμα τελικά να αναλάβουν δράση οι σφαίρες της γκράδας.